- παραδειγματικά
- επίρρ. τροπ., έτσι που να είναι, να χρησιμεύει για παράδειγμα, εξαιρετικά, αυστηρά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
παραδειγματικά — παραδειγματικός consisting of neut nom/voc/acc pl παραδειγματικά̱ , παραδειγματικός consisting of fem nom/voc/acc dual παραδειγματικά̱ , παραδειγματικός consisting of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραδειγματικάς — παραδειγματικά̱ς , παραδειγματικός consisting of fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραδειγματικός — ή, ό / παραδειγματικός, ή, όν, ΝΜΑ [παράδειγμα, ατος] αυτός που αναφέρεται σε παράδειγμα, αυτός που αποτελεί παράδειγμα ή πρότυπο, αυτός που χρησιμεύει ως υπόδειγμα, υποδειγματικός («παραδειγματική τιμωρία») νεοελλ. εξαιρετικός, άψογος, αυτός που … Dictionary of Greek
Βαγιαζήτ — Όνομα Οθωμανών σουλτάνων και αξιωματούχων. 1. Β.Α’, ο επιλεγόμενος Κεραυνός (1359 1403). Σουλτάνος της Οθωμανικής αυτοκρατορίας (1389 1402). Διαδέχτηκε τον Μουράτ Α’ μετά τη μάχη του Κοσσυφοπεδίου. Αύξησε τις οθωμανικές κτήσεις στα Βαλκάνια και… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Σύγχρονη) — Η ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ 19ου & ΤΟΥ 20ού αι. Εξετάζοντας την ελληνική εικαστική δημιουργία σήμερα, μπορούμε να καταλήξουμε στις εξής παραδοχές: α) παρουσιάζει έργα με μεγάλο… … Dictionary of Greek
ερμηνευτική — Κλάδος της φιλολογικής επιστήμης που ασχολείται με την ανάλυση και την κατανόηση των λογοτεχνικών κειμένων. Στηρίζεται στο θεμελιώδες επιστημολογικό αίτημα ότι η κατανόηση των επιμέρους στοιχείων που συγκροτούν ένα κείμενο προϋποθέτει τη… … Dictionary of Greek
Μπακχάους, Βίλχελμ — (Wilhelm Backhaus, Λειψία 1884 – Βίλαχ, Αυστρία 1970). Γερμανός πιανίστας. Εμφανίστηκε για πρώτη φορά στο Λονδίνο το 1900, ύστερα από μια έντονη προπαρασκευή που άρχισε στη γενέτειρά του και συνεχίστηκε στη Φρανκφούρτη. Αναδείχτηκε γρήγορα μεταξύ … Dictionary of Greek
Μπαχ, Γιόχαν Σεμπάστιαν — (Johann Sebastian Bach, Άιζεναχ, 1685 – Λειψία 1750). Ήταν το τελευταίο από τα έξι παιδιά του Αμπρόζιους Μπαχ, μoυσικoύ factotum της μικρής πόλης, από τον οποίο έμαθε, στα πρώτα χρόνια της παιδικής του ηλικίας, να παίζει βιολί. Με τον θάνατο της… … Dictionary of Greek
Ντεντ, Έντουαρντ Τζόζεφ — (Edward Joseph Dent, Γουέδερμπι 1876 – Λονδίνο 1957). Άγγλος κριτικός και μουσικολόγος. Εμψυχωτής της σύγχρονης μουσικής και πρόεδρος για πολλά χρόνια της Διεθνούς Εταιρείας Σύγχρονης Μουσικής (SIMC), αφιερώθηκε ιδιαίτερα στη μελέτη της ιταλικής… … Dictionary of Greek
ντοκιμαντέρ — Ο όρος χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από την κινηματογραφική κριτική ως επίθετο. Τον δημιούργησε ο Τζον Γκρίρσον, ο οποίος, το 1926, στην κριτική του για την ταινία Μοάνα του Ρόμπερτ Φλάερτι, που δημοσίευσε στην εφημερίδα Sun της Νέας Υόρκης,… … Dictionary of Greek